χάλκευμα

χάλκευμα
τό
1) изделие из меди; 2) перен. фальшивка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χάλκευμα" в других словарях:

  • χάλκευμα — το, ΝΑ [χαλκεύω] καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία αρχ. στον πληθ. τὰ χαλκεύματα δεσμά από χαλκό …   Dictionary of Greek

  • χάλκευμα — το, ατος 1. χάλκωμα. 2. ψευδολογία, συκοφαντία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκεύμασι — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεύμασιν — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεύματι — χάλκευμα anything made of brass neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκεύματος — χάλκευμα anything made of brass neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»